- κατώγειο(ν)
- κατώ(γ)ι τό1) подвал, погреб; подвальное помещение; подземелье; 2) первый этаж дома в деревне (служащий складом или конюшней)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατώγειο — το (Μ κατώγειον) βλ. κατώγι … Dictionary of Greek
κατώγι — και κατώι και κατώγειο, το (Μ κατώγαιον και κατώγειον και κατώγιν) το διαμέρισμα σπιτιού που είναι κτισμένο κάτω από την επιφάνεια τής γης, το υπόγειο που χρησιμεύει συνήθως ως αποθήκη νεοελλ. 1. (για διώροφη αγροτική κατοικία) το ισόγειο που… … Dictionary of Greek